δίχρονον

Greek (Liddell-Scott)

δίχρονον: τό, δύο χρόνων (ἐτῶν) διάστημα, Λυβ. κ. Ροδ. Ϛ. 667, 1077, 1156, κ. ἀλλ. (Wagner)· δίχρονος κάκωσις αὐτόθι στ. 1437. (Λεξ. Κουμ.).