δαγκάνω

English (LSJ)

= δάκνω, cf. Heraclid. ap. Eust.28.42, Hdn.Gr.1.451, etc.

Spanish (DGE)

morder Hdn.Gr.1.451, Heracl.Mil.23.

German (Pape)

[Seite 513] = δάκνω, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δαγκάνω: Βυζαντιακὸς τύπος τοῦ δάκνω, ἴδε Δουκάγγ.· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ παλαιότερος, πρβλ. Ἡρακλείδ. παρ’ Εὐστ. 28. 42., 1525. 12, Ἀρκάδ. 161, 23, κτλ.

Greek Monolingual

βλ. δαγκώνω.