δαιδαλοειδής
Greek Monolingual
–ές
1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος
2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός
3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + -είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)].
–ές
1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος
2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός
3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + -είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)].