δαιδαλόεις
English (LSJ)
δαιδαλόεσσα, δαιδαλόεν, = δαιδάλεος, τεύχεα Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. AP9.332 (Nossis).
Spanish (DGE)
(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν
trabajado artísticamente, adornado τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ. AP 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.
German (Pape)
[Seite 514] εσσα, εν, = δαιδάλεος, βρέτας χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιδαλόεις -εσσα -εν [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd.
Russian (Dvoretsky)
δαιδᾰλόεις: όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό βρέτας χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δαιδαλόεις: εσσα, εν, = δαιδάλεος, Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.
Greek Monolingual
δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
δαιδάλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος με μετρική παρέκταση].
Greek Monotonic
δαιδαλόεις: -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.