δαιδαλώδης
Greek Monolingual
-ες δαίδαλος
1. δαιδαλοειδής, λαβυρινθώδης (κυρίως για οικοδομήματα)
2. περίπλοκος, σκοτεινός («συνθήκη δαιδαλώδης»).
-ες δαίδαλος
1. δαιδαλοειδής, λαβυρινθώδης (κυρίως για οικοδομήματα)
2. περίπλοκος, σκοτεινός («συνθήκη δαιδαλώδης»).