δαιμονομαντεία

Greek Monolingual

η
μαντεία που γίνεται με τη βοήθεια ή την επίκληση τών δαιμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται το 1889 από το Νικ. Κοντόπουλο στο Ελληνογαλλικόν Αεξικόν].