δαιμονοφιλής

German (Pape)

[Seite 515] ές, gottgeliebt, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοφιλής: -ές, ἀγαπώμενος ὑπὸ δαιμόνων, Εὐστάθ.

Greek Monolingual

δαιμονοφιλής, -ές (Μ)
ο αγαπημένος τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -φιλής < φίλος «αγαπητός»].