δαινύω

Greek (Liddell-Scott)

δαινύω: δαίνυμι, Καλλ. εἰς Δήμ. 84.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo impf. δαίνυεν Call.Cer.84]
ofrecer un banquete c. ac. int. δαίνυεν εἰλαπίναν τις Call.Cer.l.c.

Greek Monolingual

βλ. δαίνυμι.