δακρυστάλαχτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ δακρυστάλακτος, -ον)
αυτός που σταλάζει δάκρυα
νεοελλ.
(για νερό) που στάζει σαν δάκρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + σταλάζω.