δακρυφόρος

Greek Monolingual

-α, -ο
όποιος φέρνει ή προκαλεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αλεξ. Κατακουζηνό].