δακτυλοθέτης

Greek Monolingual

ο
κομμάτι από δέρμα με το οποίο τυλίγεται ο δείκτης για να κρατιέται σταθερότερα το σπαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -θετης < τίθημι.