δακτυλοθεσία

Greek Monolingual

η (Α δακτυλοθεσία)
νεοελλ.
1. μουσ. ο δακτυλισμός
2. μουσ. ο αριθμός που σημειώνεται πάνω από τον μουσικό φθόγγο για να δείξει το δάχτυλο που θα χρησιμοποιήσει ο εκτελεστής
αρχ.
η παροχή βοήθειας.