δαμείω

English (LSJ)

δᾰμήμεναι, v. δαμάζω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de δάμνημι.

Russian (Dvoretsky)

δαμείω: эп. conjct. к δάμνημι.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμείω: δαμήμεναι, ἴδε ἐν λ. δαμάζω.

English (Autenrieth)

see δάμνημι.

Greek Monotonic

δᾰμείω: Επικ. αντί δαμῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του δαμάζω.