δανδαίνειν
English (LSJ)
ἀτενίζειν, φροντίζειν, μεριμνᾶν, Hsch.
Spanish (DGE)
ἀτενίζειν. φροντίζειν, μεριμνᾶν Hsch.
• Etimología: Forma c. red. impresiva *δανδανi̯ω, sin etim. conocida.
Frisk Etymological English
See also: s. δενδίλλω
ἀτενίζειν, φροντίζειν, μεριμνᾶν, Hsch.
ἀτενίζειν. φροντίζειν, μεριμνᾶν Hsch.
• Etimología: Forma c. red. impresiva *δανδανi̯ω, sin etim. conocida.
See also: s. δενδίλλω