δενδίλλω

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδίλλω Medium diacritics: δενδίλλω Low diacritics: δενδίλλω Capitals: ΔΕΝΔΙΛΛΩ
Transliteration A: dendíllō Transliteration B: dendillō Transliteration C: dendillo Beta Code: dendi/llw

English (LSJ)

turn the eyes or glance quickly, πόλλ' ἐπέτελλε… δενδίλλων ἐς ἕκαστον Il.9.180; ὀξέα δενδίλλων A.R.3.281.—Ep. word, also S.Fr.1039.

Spanish (DGE)

1 hacer señas o guiños con los ojos, guiñar el ojo como expresión de complicidad Νέστωρ, δενδίλλων ἐς ἕκαστον ... πειρᾶν ὡς πεπίθοιεν ... Πηλεΐωνα Nestor guiñando los ojos a cada uno ... para que trataran de convencer al Pelida, Il.9.180, cf. Nonn.D.22.120.
2 mirar a un lado y otro s. cont., S.Fr.1039.
3 mirar con ojos chispeantes como expresión de regocijo ὀξέα δενδίλλων de Eros preparándose para actuar, A.R.3.281.
4 mirar de soslayo como expresión de burla, Poll.2.52, Hsch.
• Etimología: Forma c. redupl. rel. δανδαίνω q.u. s.u. δανδαίνειν

German (Pape)

[Seite 545] wird erklärt = »umherblichen«. Homer einmal, Iliad. 9, 180 τοῖσι δὲ πόλλ' ἐπέτελλε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, δενδίλλων ἐς ἕκαστον, Ὀδυσσῆι δὲ μάλιστα, πειρᾶν ὡς πεπίθοιεν ἀμύμονα Πηλείωνα, Scholl. δενδίλλων: διανεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἡ περιβλέπων, ἀπὸ τοῦ διειλεῖν τοὺς ὀφθαλμούς; Apoll. Lex. Homer. p. 57, 15 δενδίλλων· περιβλεπόμενος. Die homerische Stelle ahmt Apoll. Rhod. 3, 281 nach, ὀξέα δενδίλλων. Nach den Scholl. zu Apoll. Rhod. gebrauchte auch Sophocl. das Wort, Σοφοκλῆς δὲ ἐπὶ τοῦ περιβλέπειν τέθεικε τὴν λέξιν (Frgm. Dindorf. no 867). Die Etymologie des Wortes ist ganz unsicher; man hat ἰλλός verglichen und ἐπιλλίζειν und δέννος; man könnte auch δενδαλίδες vergleichen, was λευκαὶ κάχρυες bedeuten soll; in dem λευκαί könnte der vermittelnde Begriff liegen. Zunächst ist wohl jedenfalls anzunehmen, daß δενδίλλω entstanden ist aus δενδιλιω, und daß dies δενδιδίω auf einem Nomen δενδιλοσ beruht, vgl. ἀγγέλλω ἄγγελος. Ob aber das δεν- etwa eine Reduplications-Sylbe sei, so daß die Wurzel διλ- wäre, etwa mit δέρκομαι verwandt, ist wohl noch nicht auszumachen. Daß das Wort nur im particip. δενδίλλων gebraucht worden sei, ist ein Irrtum einiger Neueren; Hesych. Δενδίλλει· σκαρδαμύττει, διανεύει, σημαίνει, ἀτιμάζει, σκώπτει. – Vgl. noch Hesych. s. v. Δενδίλλων und s. v. Ἔπιλλος, Etym. m. s. v. Δενδίλλων, Suid. s. v. Δενδίλλων, Polluc. 2, 52, Eustath. Iliad. 9, 180 p. 745, 35, Cram. An. Par. 3 p. 56. 236, Scholl. Iliad. Bachmann. p. 399.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
faire signe des yeux : ἔς τινα, à qqn.
Étymologie: R. Διν, tournoyer, avec redoubl.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδίλλω de blik richten op, met εἰς + acc.

Russian (Dvoretsky)

δενδίλλω: многозначительно взглядывать, подмигивать (ἔς τινα Hom.).

English (Autenrieth)

only part., directing sidelooks, ‘with significant looks,’ ‘winks,’ Il. 9.180†.

Greek Monolingual

δενδίλλω (Α)
παρατηρώ με γρήγορες ματιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. με αναδιπλασιασμό, αβέβαιης ετυμολ.].

Greek Monotonic

δενδίλλω: στρέφω τα μάτια ή κοιτάζω φευγαλέα, γρήγορα, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω· δενδίλλων ἐς ἕκαστον, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

δενδίλλω: στρέφω τοὺς ὀφθαλμοὺς ταχέως, ἐμβλέπω, «ῥίχνω’ματιές», πόλλ’ ἐπέτελλε… δενδίλλων ἐς ἕκαστον Ἰλ. Ι. 180· ὀξέα δενδίλλων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 281. – Σπανία ἐπ. λέξις ἀναφερομένη καὶ ἐκ τοῦ Σοφ(Ἀποσπ. 867).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: turn the eyes to, glance quickly (Ι 180, A. R. 3, 281, S. Fr. 1039); δενδίλλει σκαρδαμύττει, διανεύει, σημαίνει, ἀτιμάζει, σκώπτει H. Cf. with similar meaning δα(ν)δαίνειν ἀτενίζειν, φροντίζειν, μεριμνᾶν H.; s. Schwyzer 647.
Derivatives: Here Δένδιλος Decourt. Inscr. de Thessalie I, no 50, 40?
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym. Intensive redupl. Interpretations by Wood ClassPhil. 9, 145, Charpentier KZ 47, 183, Fraenkel Gnomon 22, 239, Grošelj Živa Ant. 2, 66f. - δα(ν)δαίνω has nothing to do with the verb; it may be Pre-Greek (da(n)-dan-yω)

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
to turn the eyes or glance quickly, δενδίλλων ἐς ἕκαστον Il.

Frisk Etymology German

δενδίλλω: {dendíllō}
Grammar: v.
Meaning: etwa ‘auf jemanden hinsehen, Blicke werfen’ (Ι 180, A. R. 3, 281, S. Fr. 1039), δενδίλλει· σκαρδαμύττει, διανεύει, σημαίνει, ἀτιμάζει, σκώπτει H.
Etymology: Intensive Reduplikationsbildung ohne Etymologie. Deutungsversuche von Wood ClassPhil. 9, 145, Charpentier KZ 47, 183, Fraenkel Gnomon 22, 239, Grošelj Živa Ant. 2, 66f. — Vgl. in ähnlicher Bedeutung δα(ν) δαίνειν· ἀτενίζειν, φροντίζειν, μεριμνᾶν H.; dazu Schwyzer 647.
Page 1,365