δαντέλα

Greek Monolingual

και νταντέλα και ταντέλα, η
διαφανές πλέγμα από λεπτές κλωστές πλεγμένες σε επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dentelle].