δαπανηρῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
à grands frais.
Étymologie: δαπανηρός.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπᾰνηρῶς: с большими издержками (μὴ δ. τειχισθῆναι τὸ τεῖχος Xen.).
adv.
à grands frais.
Étymologie: δαπανηρός.
δᾰπᾰνηρῶς: с большими издержками (μὴ δ. τειχισθῆναι τὸ τεῖχος Xen.).