δαρήσιμος

Greek Monolingual

δαρήσιμος, -ον (Μ)
άξιος δαρμού, αυτός που πρέπει να φάει ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (παθ. αόρ.) εδάρην του δέρω + (κατάλ.) -σιμος].