δαρός

English (LSJ)

δαρόβιος, Dor. for δηρός, δηρόβιος:δαρόν also expld. by ἑορτή, and ἄρτος ἄζυμος (cf. δάρατος), Hsch.

Spanish (DGE)

v. δηρός.

German (Pape)

[Seite 523] dor = δηρός.

French (Bailly abrégé)

dor. c. δηρός.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱρός: δᾱρόβιος, Δωρ. ἀντὶ δηρός, δηρόβιος.

Greek Monotonic

δᾱρός: δᾱρό-βιος, Δωρ. αντί δηρός, δηρό-βιος.

English (Woodhouse)

lasting long