δηρόβιος
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
English (LSJ)
Dor. δᾱρόβιος, ον, long-lived, θεοί A.Th.524 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 568] lang lebend, dor. δαροβ., Aesch. Spt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. δαρόβιος;
qui a une longue vie.
Étymologie: δηρός, βίος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend.
Russian (Dvoretsky)
δηρόβιος: дор. δᾱρόβιος 2 досл. долговечный, перен. бессмертный (θεοί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, ον, μακροχρόνιος, μακρόβιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 524.
Greek Monolingual
δηρόβιος και δωρ. τ. δαρόβιος -ον (Α)
αιωνόβιος, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος.
Greek Monotonic
δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, -ον, μακρόβιος, μακροζώητος, πολύχρονος, σε Αισχύλ.