δασμοφορία

English (LSJ)

ἡ, payment of tribute, Agath.5.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
tributo, pago de un tributo ὁ δὲ δασμοφορίαν ... ἐπιθεῖναι τακτὴν διακελεύεται Agath.5.2.3, cf. Men.Prot.6.1.568.

Greek Monolingual

δασμοφορία, η (Α) δασμοφόρος
η πληρωμή του καθορισμένου φόρου.