Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δασονόμος
Greek Monolingual
ο δασικόςυπάλληλος ο οποίος ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε κάποια περιφέρεια του δασαρχείου. [ΕΤΥΜΟΛ.<δάσος+ -νομος<νέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].