δασύκναμος

English (LSJ)

Doric for δασύκνημος.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκνημος) -ον
• Alolema(s): dór. δασύκνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.