δασύτονος

German (Pape)

[Seite 524] mit dem spiritus asper versehen, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δασύτονος: ὁ ἔχων δασὺ πνεῦμα. Εὐστάθ.

Greek Monolingual

δασύτονος, -ον (Μ)
αυτός που έχει δασύ πνεύμα, που φέρει δασεία.