[Seite 524] mit dem spiritus asper versehen, Eustath.
δασύτονος: ὁ ἔχων δασὺ πνεῦμα. Εὐστάθ.
δασύτονος, -ον (Μ)αυτός που έχει δασύ πνεύμα, που φέρει δασεία.