πνεύμα

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

-ατος, το / πνεῦμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν
1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο
2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος
3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις, καθετί που βρίσκεται εκτός του αισθητού κόσμου, εκτός της ύλης («πνεῦμα ὁ θεὸς καὶ τοὺς προσκυνούντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», ΚΔ)
4. η πνοή της ζωής, η ζωοποιός αρχή
5. η βούληση, η θέληση, η ψυχική διάθεση (α. «στις διαπραγματεύσεις επικράτησε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης» β. «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής», ΚΔ)
7. στον πληθ. τα πνεύματα
σημεία του γραπτού λόγου που είναι γνωστά ως δασεία και ως ψιλή και τών οποίων η παρουσία σήμαινε ότι στη συγκεκριμένη συλλαβή, εκτός από την προφορά του κύριου φθόγγου, εκπέμπονταν από το στόμα του ομιλητή και μια ποσότητα αέρα, η οποία στην πρώτη περίπτωση, της δασείας, ήταν εμφανής και στη δεύτερη περίπτωση, της ψιλής, ήταν ανεπαίσθητη
8. φρ. α) «Άγιο(ν) Πνεύμα» — το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας το οποίο αποτελεί με τον Πατέρα και τον Υιό τον τριαδικό θεό του χριστιανισμού και είναι ομοούσιο και ομότιμο προς τα δύο άλλα πρόσωπα, διακρινόμενο από αυτά κατά την υπόσταση («καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς εκπορευόμενον», Μηναί.)
β) «πνεύμα Θεού» και «πνεύμα Κυρίου» — η θεία δύναμη, η θεία βούληση
γ) «άχραντα πνεύματα» — οι άγγελοι
δ) «κακό(ν) πνεύμα» — ο δαίμονας, ο διάβολος, ο σατανάς
ε) «οι πτωχοί τῳ πνεύματι» — οι ταπεινόφρονες, οι ταπεινοί, οι καταφρονεμένοι («μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσωσι τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ΚΔ)
στ) «δασύ πνεύμα» — η δασεία
ζ) «ψιλό(ν) πνεύμα» — η ψιλή.
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) όρος που χρησιμοποιείται αφ' ενός για να χαρακτηρίσει την αρχή της ζωής, την ψυχή και τα ψυχικά φαινόμενα, σε αντιδιαστολή προς το σώμα και την ύλη, και, αφ' ετέρου για να δηλώσει τον νου, τον λόγο, το αντίθετο της ύλης, την νοούσα πραγματικότητα και το νοούν υποκείμενο, σε αντιδιαστολή και σε αντίθεση με το νοούμενο αντικείμενο
2. (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) υπαρξιακή ανακλαστική οντότητα, παράγωγο του υλικού Είναι και προϊόν της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης και ανάπτυξής του, συνώνυμο της συνείδησης, της νόησης, της νοημοσύνης, της σκέψης, του λογικού
3. το αληθινό περιεχόμενο, το βαθύτερο νόημα, η ουσία μιας έννοιας, ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, σε αντιδιαστολή με τον εξωτερικό τύπο, το σχήμα, την εμφάνιση, το γράμμα (α. «το πνεύμα του νόμου» β. «το πνεύμα του συγγραφέα»)
4. (στους πνευματιστές) η ψυχή νεκρού η οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να επικοινωνήσει με τους νεκρούς
5. χιούμορ, εύθυμη διάθεση
6. χημ. (παλαιός όρος) η αλκοόλη
7. στον πληθ. τα πνεύματα
οι ψυχές τών νεκρών («στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας, πνεύματα μύρια παλαιά», Σολωμ.)
8. φρ. α) «πνεύματα της φύσεως»
(κατά τους αποκρυφιστές) οι οντότητες, οι υπάρξεις που δεν είναι ορατές στη φύση
β) «παρέδωσε το πνεύμα» — πέθανε
γ) «κάνω πνεύμα» — λέω ευφυολογήματα
δ) «πουλάω πνεύμα» — λέω εξυπνάδες
ε) «έχει πνεύμα» ή «είναι πνεύμα» — είναι ευφυής, έχει ανώτερη νοημοσύνη
στ) «επιχειρηματικό πνεύμα»
i) το σύνολο τών δεξιοτήτων που οδηγούν σε επιτυχία στον τομέα τών επιχειρήσεων
ii) το άτομο που έχει αυτές τις δεξιότητες
ζ) «εφευρετικό πνεύμα»
i) το σύνολο τών πνευματικών ικανοτήτων που οδηγούν στην εύρεση νέων πραγμάτων
ii) το άτομο που έχει τις ικανότητες αυτές
η) «ανήσυχο πνεύμα» — άτομο που δεν επαναπαύεται αλλά αναζητεί συνεχώς νέες κατευθύνσεις
θ) «το πνεύμα της εποχής» — οι αντιλήψεις, οι ιδέες, το ύφος μιας εποχής
νεοελλ.-μσν.
1. σύμβολα της εκφωνητικής σημειογραφίας
2. (βυζ. μουσ.) κατηγορία τών χαρακτήρων ποσότητας της βυζαντινής σημειογραφίας
αρχ.
1. πνοή, φύσημα, κίνηση του αέρα («ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει», Αναξιμ.)
2. ήπιος άνεμος («κατὰ πρύμναν ἵσταται τὸ πνεῦμα», Θουκ.)
3. ο αέρας ως στοιχείο της φύσης
4. αναπνοή, ανάσα
5. η ύπαρξη του ανθρώπου, η ζωή («πᾶσαν σάρκαν ἐν ᾖ ἐστὶ πνεῦμα ζωῆς ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ», ΠΔ)
6. έμπνευση («τὸ ἱερὸν καὶ δαιμόνιον ἐν μούσαις πνεῦμα», Πλουτ.)
7. αέρας που βγαίνει από το στομάχι
8. κάθε τι που αποπνέεται, οσμή, αναθυμίαση
9. πληθ. τὰ πνεύματα
αέρας με τον οποίο νόμιζαν ότι είναι γεμάτες οι φλέβες («πνευμάτων ἀπολήψεις ἀνὰ φλέβας», Ιπποκρ.)
10. ευνοϊκή διάθεση, καλοσύνηἴσως ἄν ἔλθοι θελεμωτέρῳ πνεύματι», Αισχύλ.)
11. φρ. α) «κατὰ πνεῦμα προσέρχομαι» — βαδίζω σύμφωνα με την κατεύθυνση του αέρα
β) «ἀπορρήγνυμι τὸ πνεῦμα» — πεθαίνω
γ) «πνεῦμα ἀφίημι» — εκπνέω, πεθαίνω
δ) «τὸ πνεῦμα ἔχω ἄνω» — πάσχω από δύσπνοια, δυσκολεύομαι να ανασάνω
ε) «γίγνεται τὸ πνεῦμα ἄνω» — κόβεται η αναπνοή μου
στ) «πνεῦμα λείπω» — πεθαίνω
ζ) «τὸ πνεῦμα ἀναφέρω» — αναπνέω βαριά
η) «ἀνέλκω τὸ πνεῦμα εἰς τὰς ῥίνας» — ολολύζω, θρηνώ γοερά
θ) «πνεύματος διαρροαί» και «πνεύματος διέξοδοι» — ο λαιμός, η δίοδος του φάρυγγα
ι) «πνεῦμα διὰ πολλοῦ χρόνου» — η διακοπτόμενη αναπνοή
ια) «πνεῦμα πρόσκοπτον» — διακοπτόμενη αναπνοή, δύσπνοια
ιβ) «πνεῦμα ἄσημον» — ασθενής, αδύνατη αναπνοή
ιγ) «πνεῦμα μετέωρον» — αναπνοή που σβήνει
ιδ) «αἰδοῖον πνεῦμα» — διαθέση σεβασμού
ιε) «πνεῦμα πυκνόν» και «πνεῦμα ἀλιζόμενον» — γρήγορη, πυκνή αναπνοή
12. παροιμ. φρ. «ἄνθρωπος ἐστὶ πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον», Σοφ.
ο άνθρωπος είναι φθαρτός, μόνο το πνεύμα του επιζεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα πνευ- του πνέω + κατάλ. -μα. Η σημ. της λ. πνεύμα αναφορικά προς τη σημ. του ρ. πνέω «φυσώ, φουσκώνω, αναπνέω» έχει εξελιχθεί σημαντικά και χρησιμοποιήθηκε ήδη από την Αρχαία Ελληνική για να δηλώσει τις ψυχικές λειτουργίες και τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου, την γνώμη, την βούληση, την έμπνευση, με φιλοσοφικές και μεταφυσικές προεκτάσεις.
ΠΑΡ. πνευματικός, πνευματώδης
αρχ.
πνευμάτιος, πνευματίτης, πνευματώ
αρχ.-μσν.
πνευματίας, πνευματίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πνευματοκλήτωρ, πνευματομάχος, πνευματοτόκος
αρχ.
πνευματοδώτης, πνευματόεργος, πνευματόμφαλος, πνευματόφρους, πνευματόφως
αρχ.-μσν.
πνευματογράφος, πνευματοδόχος, πνευματοκίνητος, πνευματοποιός, πνευματοφόρος
μσν.
πνευματέμφορος, πνευματοειδής, πνευματορήτωρ
(μσν. νεοελλ.) πνευματοκιθάρα
νεοελλ.
πνευματογραφία, πνευματοθεραπεία, πνευματοκρατία, πνευματοκτόνος, πνευματοκύστη, πνευματολατρ(ε)ία, πνευματολογία, πνευματολόγος, πνευματόλυση, πνευματόμετρο, πνευματουρία, πνευματούχος, πνευμοδυναμόμετρο, πνευμοεγκεφαλογραφία, πνευμοεντερίτιδα, πνευμοθώρακας, πνευμοκύστη. (Β συνθετικό) αρχ. ανάπνευμα, διάπνευμα, πρόσπνευμα
νεοελλ.
ξυλόπνευμα, οινόπνευμα, στεμφυλόπνευμα].