δασύφλοιος

English (LSJ)

δασύφλοιον, with rough rind, v.l. for λαχύφλοιος, Nic.Al.269.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauher Schaale, κάστανον Nic. Al. 269.

Greek (Liddell-Scott)

δασύφλοιος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺν φλοιόν, Νίκ. Ἀλ. 269.

Greek Monolingual

-ο (Α δασύφλοιος, -ον)
(για φυτά) όποιος έχει τραχύ φλοιό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. δασύφλοιος, ο
είδος μύκητα.