δαυλιά

Greek Monolingual

η
1. χτύπημα με δαυλό
2. ανακίνηση των δαυλιών για να αναζωπυρωθεί η φωτιά
3. το καθάρισμα του φούρνου με βρεγμένο πανί από τα υπολείμματα της φωτιάς.