ανακίνηση
From LSJ
η (Α ἀνακίνησις) ἀνακινῶ
κίνηση προς διάφορες κατευθύνσεις, ανατάραξη, ανάδευση
νεοελλ.
επαναφορά λησμονημένου θέματος στην επιφάνεια, μνεία
αρχ.
1. κίνηση τών βραχιόνων επάνω και κάτω, ως προπαρασκευαστική άσκηση της πυγμαχίας
2. προπαρασκευή, προοίμιο
3. έξαψη, ταραχή.