δαυχμός

English (LSJ)

v. δαῦκος.

Spanish (DGE)

-οῦ, ἡ
1 bot., cierto laurel amargo, Nic.Th.94, Al.199, Sch.Nic.Th.l.c.
2 madera o rama quemada, tizón, EM 250.20G., de laurel, Hsch.
• Etimología: ¿Rel. δαῦκος q.u., o c. δάφνη q.u.?

Greek Monolingual

δαυχμός, ο (Α)
1. ο δαύκος
2. εύφλεκτο ξύλο δάφνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαύκος και δάφνη.