δείκελον

English (LSJ)

τό,
A = δείκηλον ΙΙ.1, Democr.123, Hegesianax 2.
2 = δείκηλον ΙΙ.2, Nonn. D. 48.697, AP9.153 (Agath.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 imagen Democr.B 123, cf. Hsch.
reflejo κῦμα ... δ. ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου Hegesian.SHell.467.
2 de pers. o dioses retrato Ἰφιγόνης Parth.SHell.653, Ῥείης AP 5.260 (Paul.Sil.), Τριτογενοῦς AP 9.153, Αἰσώπου AP 16.332 (ambos Agath.), Ἔρωτος Nonn.D.48.697, (Τερψιχόρης) AP 9.505a.
• Etimología: Doblete de δείκηλον q.u.

German (Pape)

[Seite 536] τό, = folgdm, Bild, Agath. 61 (IX, 153).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείκελον -ου, τό [~ δείκηλον] figuur, afbeelding.

Russian (Dvoretsky)

δείκελον: τό изображение (Τριτογενοῦς Anth.): δ. ἐσόπτρου Poeta ap. Plut. отражение в зеркале.

Greek (Liddell-Scott)

δείκελον: τό, ἴδε δείκηλον.

Greek Monolingual

το
βλ. δείκηλον.