imagen
From LSJ
Spanish > Greek
ἄγαλμα, ἀγαλματουργία, ἀναζωγράφησις, ἀνδρείκελον, ἀνδριάς, ἀντεικόνισμα, ἀντίτυπον, ἀπείκασμα, ἀπεικόνισμα, ἀπεικονισμός, ἀποτύπωσις, ἀρχαιοτύπη, ἀφίδρυμα, βρέτας, γλήνη, δείκελον, δείκηλον, ἕδος, εἶδος, εἴδωλον, εἴκασμα, εἰκαστήριον, εἰκονίδιον, εἰκόνιον, εἰκόνισμα, εἰκονισμός, εἰκονογραφία, εἰκών, ἐκμαγεῖον, ἐκτύπωμα, ἐκτύπωσις, ἐμφάντασμα, ἐντύπωμα