δείμομεν

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao. sbj. épq. de δέμω.

English (Autenrieth)

see δέμω.

Greek Monotonic

δείμομεν: Επικ. αντί δείμωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ του δέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείμομεν ep. conj. aor. act. 1 plur. van δέμω.

Russian (Dvoretsky)

δείμομεν: эп. 1 л. pl. conjct. к δέμω.