1ᵉ pl. ao. sbj. épq. de δέμω.
see δέμω.
δείμομεν: Επικ. αντί δείμωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ του δέμω.
δείμομεν ep. conj. aor. act. 1 plur. van δέμω.
δείμομεν: эп. 1 л. pl. conjct. к δέμω.