δεδάασθαι

English (LSJ)

v. δάω.

Spanish (DGE)

v. δαῆναι.

French (Bailly abrégé)

v. *δάω.

German (Pape)

s. *δάω.

Russian (Dvoretsky)

δεδάασθαι: эп. inf. aor. или pf. med. к *δάω.

Greek (Liddell-Scott)

δεδάασθαι: δέδαε, δεδάηκα, δεδαημένος, ἴδε ἐν λ. *δάω.

Greek Monotonic

δεδάασθαι: Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.