δειματοποιός

English (LSJ)

δειματοποιόν, terrifying, Sch.E.Hec.70.

Spanish (DGE)

-όν que produce miedo, terrorífico Sch.E.Hec.70D.

German (Pape)

[Seite 537] = folgdm, Schol. Eur. Hec. 69.

Greek (Liddell-Scott)

δειματοποιός: -όν, προξενῶν φόβον, Σχ. Εὐρ. Ἑκ. 69 (πρβλ. δειματόω;)

Greek Monolingual

δειματοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (-τος) + -ποιός < ποιώ].