δειματώδης

English (LSJ)

δειματῶδες, terrible, frightful, Aret.SD1.5,al., Hsch.

Spanish (DGE)

-ες
horrible, espantoso ὄνειροι Aret.SD 1.5.6, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 538] ες, schrecklich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δειματώδης: -ες, (εἶδος) τρομερός, φοβερός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

δειματώδης, -ες (Α) δείμα
τρομερός, φοβερός.