δειματώδης
English (LSJ)
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 538] ες, schrecklich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
δειματώδης, -ες (Α) δείμα
τρομερός, φοβερός.
[Seite 538] ες, schrecklich, Hesych.
δειματώδης, -ες (Α) δείμα
τρομερός, φοβερός.