φοβερός

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβερός Medium diacritics: φοβερός Low diacritics: φοβερός Capitals: ΦΟΒΕΡΟΣ
Transliteration A: phoberós Transliteration B: phoberos Transliteration C: foveros Beta Code: fobero/s

English (LSJ)

ά, όν, (φόβος)
A fearful, whether Act. or Pass.:
I Act., causing fear, terrible, χρηστήρια φοβερά Hdt.7.139, cf.A.Pr.127 (anap.), Th. 78 (lyr.), etc.; ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος formidable only from numbers, Th.2.98 (but τὰ τῷ πλήθει φοβερά = things which are fearful to the multitude, Isoc.1.7, cf. Pl.Phd. 67e): c. inf., φοβερὸς ἰδεῖν, φοβερὸς προσιδέσθαι, fearful to behold, A.Pers.27 (anap.), 48 (anap.); φ. εἰσιδεῖν E.Ph.127 (lyr.); φ. προσπολεμῆσαι D.2.22; φ. Πολυδεύκεα πὺξ ἐρεθίζειν Theoc. 22.2.
2 regarded with fear, esp. with respect to consequences, οὔτε ὅρκος φοβερός Th.3.83; ἵππος φοβερὸς μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ a horse that makes one fear he will do some mischief, X.Hier.6.15; σεμνότερος εἶναι καὶ φοβερώτερος δοκεῖ And.4.18; φοβεροὶ ἦσαν μὴ ποιήσειαν X. An.5.7.2; τοῖς πολεμίοις φοβερώτεροι Id.Eq.Mag.4.11, cf. Ages.11.10 (Sup.): τριήρης φοβερὸν πολεμίοις Id.Oec.8.8; τὸ πρὸ τῶν λυπηρῶν προσδόκημα φ. Pl.Phlb. 32c; φοβερώτατον ἐρημία X.An.2.5.9; τὸ φοβερόν = terror, danger, Id.Lac.9.1; τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι the things which were dreaded as likely to happen... Id.HG1.4.17; φοβερόν [ἐστι] μὴ.. there is reason to dread that... Id.Hier.1.12, cf. Cyr.7.5.22; ἀγγέλλεσθαι ἐπὶ τὸ φοβερώτατον to be fearfully exaggerated, D.H.1.57.
3 Rhet., of style, impressive, awe-inspiring, τὸ κάλλος τὸ Θουκυδίδου φοβερόν Id.Pomp.3; τὸ φοβερόν Id.Lys.13; Ὅμηρος παίζων φοβερώτερος Demetr.Eloc.130.
II Pass., afraid, timid, ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα S.OT153 (lyr.), cf.Alc.97, Pherecr.245; ὄμμα E.IA620: opp. θαρσαλέος, Th.2.3, X.Cyr.3.3 19 (Comp.); φοβερὸς τὴν ψυχήν Id.Oec.7.25; σκοπεῖν εἰ φοβεροί (sc. οἱ πῶλοι) Pl.R. 413d; φοβερὸν ποιεῖν τινα Id.Lg.647c; φοβερὸς εἰς τὸ τολμᾶν ib.649d.
2 caused by fear, troubled, panic, ἀναχώρησις Th.4.128; φοβερὰ ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε A.Pr.144 (lyr.); φοβεραὶ φροντίδες = anxious thoughts, Pl.Thg.127b.
III Adv. φοβερῶς = threateningly, in a terrifying manner, Lys.24.15, cf. LXX 3 Ma.5.45, etc.: Comp., φοβερώτερον φθέγγεσθαι X.Smp.1.10: Sup., φοβερώτατα ἰδεῖν Id.Cyr.8.3.5.
2 timidly, φοβερώτατα ἔχειν Id.Eq.Mag.8.20.

German (Pape)

[Seite 1294] mit Furcht verknüpft, dah. – 1) Furcht erregend, furchtbar, schrecklich; πᾶν μοι φοβερὸν τὸ προσέρπον Aesch. Prom. 127; φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν Pers. 27. 48 u. oft; φοβερὸς εἰσιδεῖν Eur. Phoen. 182; ὄψις Hec. 77; χρηστήρια Her. 7, 139; πλήθει φοβερός Thuc. 2, 98; Plat. Rep. V, 450 e u. öfter, u. Folgde; φοβερόν ἐστι, μή, es ist zu fürchten, daß –; auch auf das subj. bezogen, ἵππ ος φοβερὸς μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ, ein Pferd, von dem zu fürchten ist, es möge Unheil anrichten, Xen. Hier. 6, 15; φοβεροὶ ἦσαν, μὴ ποιήσειαν An. 5, 7,2; φοβερὸς προσπολεμῆσαι Dem. 2, 22, 16 unterscheidet es von καταπληκτικός, μᾶλλον τοῖς ὑπηκόοις. – 2) sich fürchtend, furchtsam; Plat. Phil. 32 c Rep. III, 413 d u. öfter; ἀναχώρησις Thuc. 4, 128; Xen. Cyr. 3, 3,19 Oec. 7, 25, wie auch Soph., ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα O. R. 153.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 qui cause de l'effroi, effrayant, terrible ; φοβεροὶ ἰδεῖν ESCHL effrayants ou terribles à voir ; φοβερόν (ἐστι) XÉN il est à craindre que ; en b. part, en parl. de pers. imposant, grave;
2 qui éprouve de la crainte, craintif, inquiet ; subst. τὸ φοβερόν THC la crainte;
Cp. φοβερώτερος, Sp. φοβερώτατος.
Étymologie: φοβέω.

Russian (Dvoretsky)

φοβερός:
1 страшный, грозный, ужасный (χρηστήρια Her.; ἄχη Aesch.): ὁ ὅμιλος πλήθει φ. Thuc. толпа, страшная своей численностью, но τὰ τῷ πλήθει φοβερά Juv., то, что внушает толпе страх; φ. ἰδεῖν и φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι Aesch. страшный на вид; φοβεροὶ ἦσαν μὴ ποιήσειάν τι Xen. следовало опасаться, как бы они не сделали чего-л.; τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι μόνος ἡγεμών Thuc. единственный виновник угрожающих городу бедствий; φοβερὸν ἡ ἀποχώρησις Xen. отступление (было бы) ужасно (ср. 2);
2 объятый страхом, панический: ἐν φοβερᾷ ἀναχωρήσει Thuc. в паническом отступлении (ср. 1);
3 боязливый, робкий (φρήν Soph.; πῶλοι Plat.): φ. εἴς τι Plat. робеющий перед чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

φοβερός: -ά, -όν, (φόβος) ἐνεργ. ἢ παθ. Ι. ἐνεργ., ὡς τὸ δεινός, ὁ ἐμποιῶν φόβον, φοβερός, τρομερός, χρηστήρια φ. Ἡρόδ. 7. 139, Αἰσχύλ. Πρ. 127, ἐπὶ Θήβ. 78, κλπ.· πλήθει φ., φοβερὸς ἕνεκα τοῦ πλήθους, Θουκ. 2. 98 (ἀλλ’ ἐν Ἰσοκρ. 3C, φοβερὸς εἰς τὸ πλῆθος, πρβλ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 67Ε)· μετ’ ἀπαρεμφ., φ. ἰδεῖν, φ. προσιδέσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 27, 48, Εὐρ., κλπ.· φ. προσπολεμῆσαι Δημ. 42. 12, πρβλ. Θεόκρ. 22. 2· ― τὸ ξύνηθες τοῖς μὲν πολίταις φοβερόν, ὁ φόβος ὁ συνήθως ἐπικρατῶν παρὰ τοῖς πολίταις, Θουκ. 6. 55. 2) ὁ χρησιμεύων ὡς φοβερόν τι πρᾶγμα, θεωρούμενος μετὰ φόβου, μάλιστα ἕνεκα τῶν ἀποτελεσμάτων, οὐδὲ ὅρκος φοβ. Θουκ. 3. 83· ἵππος φοβερὸς μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ, ὁ παρέχων φόβον μὴπως ποιήσῃ τι ἀνήκεστον, Ξεν. Ἱέρων 6. 15· σεμνότερος καὶ φοβερώτερος δοκεῖ εἶναι Ἀνδοκ. 31. 27· φοβεροὶ ἦσαν μὴ ποιήσειαν Ξεν. Ἀν. 5. 7, 2· φοβερώτεροι τοῖς πολεμίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 4. 11, πρβλ. Ἀγησ. 11. 10· ― φοβερὸν ἡ τριήρης, φοβερὸν πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 8. 8· φ. τὸ πρὸ τῶν λυπηρῶν [προσδόκημα] Πλάτ. Φίληβ. 32C· φοβερώτατον ἐρημία Ξεν. Ἀν. 2. 5, 9· ― ὡσαύτως, τὸ φ., ὁ φόβος, ὁ τρόμος, ὁ κίνδυνος, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. Πολ. 9. 1· τὰ φ. Πλάτ. Φίληβ. 49Β· τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι, τῶν πραγμάτων περὶ ὧν ὑπῆρχε φόβος ὅτι ἦτο πιθανὸν νὰ συμβῶσι…, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 17· ― φοβερόν [ἐστι] μή..., ὑπάρχει λόγος νὰ φοβῆταί τις μήπως..., ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 7. 5, 22, ἐν Ἱέρ. 1. 12· ― ἀγγέλλεσθαι ἐπὶ τὸ φοβερώτατον, εἰς φοβερώτατον βαθμόν, Διονύσ. Ἁλικ. 1. 57. 3) ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἐπὶ ὕφους, = σοβαρόν, αὐστηρόν, ἐπιβλητικόν, ἐμποιοῦν ἰσχυρὰν ἐντύπωσιν, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Λυσ. 13, κλπ. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ δειλός, ὁ αἰσθανόμενος φόβον, κατεχόμενος ὑπὸ φόβου, φοβούμενος, ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 153, πρβλ. Ἀλκαῖον (παρὰ τῷ Σχολ.) 94· ὄμμα Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 620· ἀντίθετον τῷ θαρσαλέος, Θουκ. 2. 3, Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 15· φοβ. τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 25· σκοπεῖν εἰ φοβεροὶ (ἐξυπακ. οἱ πῶλοι) Πλάτ. Πολ. 413D· φοβ. ποιεῖν τινα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 647C· φ. εἰς τὸ τολμᾶν αὐτόθι 649D. 2) ὁ προξενηθεὶς ὑπὸ τοῦ φόβου, τεταραγμένος, ἄτακτος, ἀναχώρησις Θουκ. 4. 128· φοβερὰ ὄσσοις ὁμίχλη προσῆξε Αἰσχύλ. Πρ. 144· φοβ. φροντίδες, ἀνήσυχοι σκέψεις, Πλάτ. Θεάγ. 127Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ἐπὶ ἑκατέρας σημασίας, Λυσίας 169. 33, Ξεν., κλπ. Συγκριτ., φοβερώτερον φθέγγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 1. 10. Ὑπερθ., φοβερώτατα ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 8. 20, πρβλ. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 5.

Spanish

temible

English (Strong)

from φόβος; frightful, i.e. (objectively) formidable: fearful, terrible.

English (Thayer)

φοβερά, φοβερόν (φοβέω), from Aeschylus down, (fearful i. e.):
1. (actively) inspiring fear, terrible, formidable; the Sept. for נורָא.
2. (passively) affected with fear, timid; in the N.T., only in the former (active) sense: Hebrews 12:21.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φοβερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
(με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη / του κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ.
β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός, φρικιαστικός, αποτρόπαιος («φοβερό έγκλημα»)
νεοελλ.-μσν.
εκπληκτικός, καταπληκτικός, εξαιρετικός, αξιοθαύμαστος (α. «φοβερός δρομέας» β. «έχει φοβερή μνήμη» γ. «ἀνὴρ φοβερὸς ἐν σοφίᾳ», Μαλάλ. Ι.
δ. «φοβερὰ φιλοτιμία», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο αναλογίζεται κανείς με φόβο, με δέος («οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός», Θουκ.)
2. αυτός που εμπνέει ανησυχίαἵππος... φοβερὸς... μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ», Ξεν.)
3. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο φοβάται κανείς ότι θα κάνει κάτι («ἐγένοντο φοβεροὶ τοῖς ὑπεναντίοις ὡς πολλοὺς ἀποκτενοῦν τες», Πλούτ.)
4. (με παθ. σημ.) αυτός που κατέχεται από φόβο, φοβισμένος
5. δειλός, φοβητσιάρης
6. (για καταστάσεις) αυτός που προκλήθηκε από φόβο
7. αυτός που διενεργείται με φόβο («οἷα ἐν νυκτερινῇ καὶ φοβερᾷ ἀναχωρήσει», Θουκ.)
8. (για σκέψεις) ανήσυχος («πολλῶν καὶ φοβερῶν φροντίδων», Πλάτ.)
9. (για ύφος) αυτός που προξενεί ζωηρή εντύπωση, επιβλητικός
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοβερόν
ο φόβος
11. φρ. «φοβερόν [ἐστι] μὴ...» — υπάρχει εύλογη αιτία να φοβάται κανείς μήπως γίνει κάτι.
επίρρ...
φοβερώς / φοβερῶς, ΝΜΑ, και φοβερά Ν
1. με φοβερό τρόπο, με τρόπο που εμπνέει φόβο
2. σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά
αρχ.
με τρόπο που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόβος + επίθημα -ερός (πρβλ. νοερός, φθονερός)].

Greek Monotonic

φοβερός: -ά, -όν (φόβος), φοβερός, είτε Ενεργ. είτε Παθ.
I. 1. Ενεργ., αυτός που προξενεί φόβο, τρομερός, απαίσιος, τρομακτικός, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· πλήθη φοβερῷ, τρομακτικό μόνο εξαιτίας του αριθμού του, σε Θουκ.· με απαρ., φοβερὸν ἰδεῖν, φοβερὸν προσιδέσθαι, φοβερός να τον δει κανείς, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ ξύνηθες τοῖς πολίταις φοβερόν, ο φόβος συνήθως επικρατεί στους πολίτες, σε Θουκ.
2. αιτία για φόβο, αυτός που αντιμετωπίζεται με φόβο, οὔτεὅρκος φοβερός, σε Θουκ.· φοβεροὶ ἦσαν μὴ ποιήσειαν, έδωσαν αιτία για φόβο μήπως..., σε Ξεν.· τὸφοβερόν, τρόμος, κίνδυνος, στον ίδ.· φοβερόν (ἐστί) μή..., υπάρχει αιτία να φοβάμαι..., στον ίδ.
II. 1. Παθ., αυτός που νιώθει φόβο, φοβισμένος, δειλός, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
2. αυτός που προκαλείται από το φόβο, πανικός, σε Θουκ.· φοβεραὶ φροντίδες, αγχωμένες σκέψεις, σε Πλάτ.
III. επίρρ. -ρῶς, με τις δύο σημασίες, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. φοβερώτερος, υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.

Middle Liddell

φοβερός, ή, όν φόβος
fearful, whether act. or pass.:
I. act. causing fear, dreadful, terrible, formidable, Hdt., Aesch., etc.; πλήθει φ. formidable only from numbers, Thuc.; c. inf., φ. ἰδεῖν, φ. προσιδέσθαι fearful to behold, Aesch., Eur.: τὸ ξύνηθες τοῖς πολίταις φοβερόν the terror habitual to the people, Thuc.
2. matter for fear, regarded with fear, οὐδὲ ὅρκος φ. Thuc.; φοβεροὶ ἦσαν μὴ ποιήσειαν they gave cause for fear lest . ., Xen.; τὸ φ. terror, danger, Xen.; φοβερόν [ἐστι] μὴ . . there is reason to dread that . ., Xen.
II. pass. feeling fear, afraid, timid, Soph., Thuc., etc.
2. caused by fear, panic, Thuc.; φ. φροντίδες anxious thoughts, Plat.
III. adv. -ρῶς, in both senses, Xen., etc.; comp., φοβερώτερον, Sup., -ώτατα, Xen.

Chinese

原文音譯:foberÒj 賀卑羅士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:(有)懼怕(的)
字義溯源:可怖的,可畏的,可怕的;源自(φόβος)=恐懼,可怕),而 (φόβος)出自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)
出現次數:總共(3);來(3)
譯字彙編
1) 可怕(1) 來12:21;
2) 是可怕的(1) 來10:31;
3) 可怕的(1) 來10:27

English (Woodhouse)

afraid, alarming, dreadful, fearful, horrible

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-όν temible de divinidades σε ἐξορκίζω κατὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ φοβεροῦ te conjuro por el nombre del terrible P IV 357 SM 46 12 SM 47 12 SM 48J 14 SM 49 29 Tifón σὲ τὸν φοβερὸν καὶ τρομερὸν καὶ φρικτὸν ἐόντα a ti, que eres temible, estremecedor y aterrador P IV 266 Selene-Ártemis φοβερὰ καὶ ἁβρονόη καὶ Πειθώ temible, de tiernos pensamientos y Persuasión P IV 2547 un demon ὅτι ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας καὶ ... ἄφθεγκτος καὶ φ. ... τοῦ μεγάλου θεοῦ δαίμων porque te lo ordena el grande, inefable y temible demon del gran dios P XII 172 de un nombre ὀνόματι ἁγίῳ ἀναγραμματιζομένῳ, φοβερῷ καὶ φρικτῷ con un nombre sagrado y escrito en forma anagramática, temible y aterrador P XIII 502 τὸ ὄνομά σου, κ(ύρι)ε ὁ θ(εό)ς, ἐπεκαλεσάμην, ... φοβερὸν τοῖς ὑπεναντίοις invoqué tu nombre, Señor Dios, temible para tus enemigos C 5b 55 de un amuleto ἀναχωρῆσαι ἀπὸ τοῦ φοροῦντος τοὺς φοβεροὺς καὶ ἁγίους ὅρκους alejarse del que lleva los temibles y santos amuletos C 10 46

Lexicon Thucydideum

terribilis, timorem incutiens, fearful, inspiring terror, 3.48.2, 3.83.2, 4.63.1, 4.126.5, 7.42.3,
pavoris plenus, full of fear, 4.128.4,
COMP. terribilior, more terrible, 2.3.4, 6.68.4,
SUP. 1.85.2, 2.98.4,
timor incussus, terror inspired, 4.61.6, 6.55.3, 7.63.3,
COMP. 6.83.3.

Translations

fearful

Bulgarian: страшен; Czech: děsivý, hrozný, hrozivý, strašlivý; French: effrayant, redoutable; Galician: medoñento; German: furchtbar; Gothic: 𐌰𐌲𐌹𐍃𐌻𐌴𐌹𐌺𐍃; Greek: φοβερός, τρομακτικός; Ancient Greek: φοβερός; Korean: 무섭다, 두렵다; Latin: timidus, meticulosus, dirus; Latvian: biedējošs, baismīgs; Middle Korean: 므ᅀᅴ〮엽다〮, 두립〮다〮, 저프다〮; Plautdietsch: forchtsom; Portuguese: amedrontador; Russian: страшный, ужасный; Sanskrit: भीम; Turkish: korkulu; Vietnamese: đáng sợ

impressive

Albanian: madhështor; Armenian: տպավորիչ; Asturian: impresionante; Belarusian: уражальны; Bulgarian: впечатляващ; Catalan: impressionant; Chinese Mandarin: 令人印象深刻; Czech: působivý; Dutch: indrukwekkend, imposant; Esperanto: impona; Finnish: vaikuttava, muhkea; French: impressionnant, épatant; Galician: impresionante; Georgian: შთამბეჭდავი; German: beeindruckend, eindrucksvoll, imposant; Greek: εντυπωσιακός; Ancient Greek: πληκτικός, σεμνός, σοβαρός, φοβερός; Hebrew: מרשים; Hungarian: impresszív; Icelandic: tilkomumikill; Indonesian: impresif; Irish: iontach; Italian: impressionante, spettacolare, notevole; Japanese: 印象的な; Korean: 인상적; Maltese: impressjonanti; Norwegian: imponerende; Persian: چشمگیر; Plautdietsch: oppfaulent, be'endrucksvoll; Polish: imponujący; Portuguese: impressionante; Romanian: impresionant, mișcător; Russian: впечатляющий, внушительный; Spanish: impresionante; Swedish: imponerande, maffig; Turkish: etkileyici; Ukrainian: вражаючий; Yiddish: אײַנדרוקספֿול