δεινοβίης
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, (βία) terribly strong, Orph.A.65.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que tiene una fuerza terrible ἥρως Orph.A.65.
German (Pape)
[Seite 538] ὁ, schrecklich stark, Orph. Arg. 64.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοβίης: -ου, ὁ, (βία) φοβερῶς ἰσχυρός, Ὀρφ. Ἀργ. 65.
Greek Monolingual
δεινοβίης, ο (Α)
αυτός που έχει φοβερή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + βία].