δεινοπαθής
Greek (Liddell-Scott)
δεινοπαθής: -ές, δεινὰ πάσχων, ἢ παθών, μτγν.
Spanish (DGE)
-ές
1 que sufre terriblemente glos. a αἰνοπαθής Apollon.Lex.142, glos. a σχέτλιος Sud.
2 adv. δεινοπαθέως = vehementemente τὰ κατ' αὐτὸν δ. ἀναδιδάξαντες Philost.HE 9.8.
Greek Monolingual
δεινοπαθής, -ές (Α)
αυτός που υφίσταται ή υπέστη πολλά δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -παθής < πάθος.