δεινωτικός

English (LSJ)

δεινωτική, δεινωτικόν, Rhet., pertaining to δείνωσις 1, ὗλαι Corn.Rh.p.394H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
ret. relativo a la exageración o vehemencia Δημοσθένης ... τὰς δεινωτικὰς ὕλας παρέσπειρεν ἑκάστῳ κεφαλαίῳ Demóstenes diseminaba los motivos vehementes por cada capítulo Corn.Rh.236.

German (Pape)

[Seite 539] zum Übertreiben geneigt, Sp.

Greek Monolingual

δεινωτικός, -ή, -όν (Α) δείνωσις
αυτός που χρησιμοποιεί δείνωση, που μεγαλοποιεί τα πράγματα.