δείνωση
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Greek Monolingual
η (Α δείνωσις) δεινώ
(ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίαση
αρχ.
1. αγανάκτηση
2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών.