δειπνοσύνη
English (LSJ)
ἡ, Com. for δεῖπνον, Matro Conv.10 (pl.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
cena, banquete paród. por δεῖπνον: ἀλλοτρίων εὖ εἰδὼς δειπνοσυνάων Matro SHell.534.10.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοσύνη: ἡ, κωμικὸν ἀντὶ τοῦ δεῖπνον, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134F· ἴδε Βαστ. Γρηγ. Κ. σ. 772, Hase εἰς Λεον. Διακ. σ. 239.
Greek Monolingual
δειπνοσύνη, η (Α) δείπνον
(κωμική λέξη) δείπνο.