δεκάχρονος
Spanish (DGE)
-ον
métr. de diez unidades de tiempo μολοσσοσπονδεῖος ἐκ πέντε μακρῶν δ. Anecd.Stud.1.235.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δεκάχρονος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία δέκα χρόνων
2. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάχρονα
η δεκαετία, η δεκαετηρίδα.