δεκαετηρίδα
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek Monolingual
και δεκαετηρίς, η (AM δεκαετηρίς) δεκαέτηρος
1. δεκαετία, περίοδος δέκα ετών
2. επέτειος συμπληρώσεως δέκα ετών κάποιου αξιόλογου γεγονότος
αρχ.
γιορτή που τελείται ανά δεκαετία.