δελτοποιός

English (LSJ)

tabellarius, Glossaria.

Spanish (DGE)

tabellarius, Gloss.2.267.

Greek Monolingual

δελτοποιός, ο (Α)
όποιος κατασκευάζει δέλτους ή πίνακες για γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + -ποιος < ποιώ].