δελφακίνη

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, = δέλφαξ, Epich.124.2.

German (Pape)

[Seite 544] ἡ, = δέλφαξ, Epicharm. bei Ath. VII, 577 f.

Greek (Liddell-Scott)

δελφᾰκίνη: [ῑ], ἡ, = δέλφαξ, Ἐπίχ. 82· ἀλλ’ ὁ τύπος εἶναι ἀμφίβολος, ἴδε Ahr. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

δελφακίνη, η (Α) δέλφαξ
η δέλφαξ.