δεματικό

Greek Monolingual

το (Μ δεματικόν) δέμα
σκοινί, ταινία ή λεπτός κορμός σπάρτου, βρίζας κ.λπ. με τα οποία δένουμε κάτι
νεοελλ.
δέσμη, δεμάτι κηπευτικού χόρτου («δύο δεματικά μαϊντανό»).