δεματικόν

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

German (Pape)

[Seite 545] τό, Bündel, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δεματικόν: τό, δέσμη, Γεωπον.