δενδροειδής
English (LSJ)
δενδροειδές, tree-like, Dsc.4.164.9, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ές
bot. arboriforme, τιθύμαλλος δενδροειδής = titímalo, Euphorbia dendroides L., Dsc.4.164.1, 9, Plin.HN 26.71, Ps.Apul.Herb.109.21, Paul.Aeg.7.3 (p.266)
•μυρσινίτης δενδροειδής una lechetrezna, Euphorbia myrsinites L., Gal.12.141, δενδροειδής· arboreus, Gloss.2.268, cf. δενδρώδης.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ές (AM δενδροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με δένδρο, ο όμοιος με δένδρο
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. γένος Κολεόπτερων Εντόμων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ομάδα ζώων που βρέθηκαν μόνο σε απολιθώματα.