δενδροκολαύστης
Greek Monolingual
δενδροκολαύστης, ο (Μ)
ο δενδροκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. η λ. δενδροκολαύστης, καθώς και οι δενδροκόλαφος, δενδροκόλαψ < δρυοκολάπτης με παρετυμολογική επίδραση].
δενδροκολαύστης, ο (Μ)
ο δενδροκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. η λ. δενδροκολαύστης, καθώς και οι δενδροκόλαφος, δενδροκόλαψ < δρυοκολάπτης με παρετυμολογική επίδραση].