Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δενδρόφιλος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. όποιος αγαπά τα δένδρα και τα δάση 2.το αρσ. ως ουσ.βιολ.γένος Ορτυγιδών Πτηνών 3.το αρσ. ως ουσ.γένος Κολεόπτερων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδαΑκρόπολις].